- στρατευσίμων
- στρατεύσιμοςfit for military servicemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… … Dictionary of Greek
εθνοφρουρά — η 1. η ένοπλη δύναμη τού έθνους 2. εθνοφυλακή 3. (παλιότερα) το σύνολο τών στρατεύσιμων πολιτών από 32 42 χρονών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
επινέμησις — ἐπινέμησις, ή (AM) [επινέμω] 1. επιβολή φόρου 2. διάδοση, εξάπλωση 3. φρ. «ἐπινέμησις ινδικτιών», η χρονολογική σειρά που αρχίζει το β’ έτος τής βασιλείας τού Αυγούστου μσν. καθορισμός τών στρατευσίμων μιας πόλης αρχ. 1. (για ιατρ. θεραπεία)… … Dictionary of Greek
ημιμάχιμος — ο στρ. παλαιά κατηγορία στρατευσίμων που λόγω σωματικής βλάβης χρησιμοποιούνταν σε ελαφρές υπηρεσίες … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek